αδίπλωτος

αδίπλωτος
-η, -ο (Μ ἀδίπλωτος, -ον) [διπλῶ]
νεοελλ.
αυτός που δεν διπλώθηκε
μσν.
ο αδιπλασίαστος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδίπλωτος — η, ο αυτός που δε διπλώθηκε: Άφησε την πετσέτα του αδίπλωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδίπλωτον — ἀδίπλωτος masc/fem acc sg ἀδίπλωτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάπτυκτος — η, ο [διαπτύσσω] αυτός που δεν διπλώθηκε, αδίπλωτος, ατσαλάκωτος …   Dictionary of Greek

  • αμάζευτος — (και αμάζωχτος και αμάζωτος), η, ο [μαζεύω] αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος 2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος 3. για το σπίτι κυρίως)… …   Dictionary of Greek

  • ατύλιχτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι περιτυλιγμένος με χαρτί ή ύφασμα 2. αυτός που δεν έχει διπλωθεί ή συσκευαστεί σε δέμα, αδίπλωτος 3. (για νήμα) ακουβάριαστος 4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει με δόλο παρασυρθεί σε γάμο ή μπλεχτεί σε υπόθεση ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”